ΧΕΙΡΑΦΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΛΕΟΠΤΕΡΟ
ΤΟΥ ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
Στη μνήμη του Θοδωρή
Εισαγωγή – Εγερτήριο σκαθαριού
«Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ταραγμένα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα πελώριο ζωύφιο…»
Κάπως έτσι ξεκινά η Μεταμόρφωση (1912) του Φραντς Κάφκα. Κάπως έτσι θα ξεκινήσουμε και εμείς. Με μία γνωστή αρχή σε μία εξίσου γνωστή ζωοποιητική νουβέλα, ενός δημοφιλούς συγγραφέα, με ακόμη πιο δημοφιλείς τις ποικίλες αναγνώσεις των έργων του, κατά βάση ψυχαναλυτικές και θεολογικές. Καθότι μία επανάληψη διαφόρων (παρ)ερμηνειών στο πτώμα του Γκρέγκορ και του Κάφκα δεν έχει τίποτα να συνεισφέρει στο πεδίο του προβληματισμού, που εκκινεί από λογοτεχνικά κείμενα και δύναται να αγγίξει τα όρια –ενίοτε και τα μύχια– της θεωρητικής σκέψης, με την παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις μορφές που μετενδύονται οι σχέσεις εξουσίας στα πλαίσια της εγγραφής τους στη βασική, καθώς και στις παράπλευρες μεταμορφώσεις που επιτελούνται στο έργο. Για τον σκοπό αυτό, θα θέσουμε έναν διαζευκτικό προβληματισμό, τη μεταμόρφωση ως τιμωρία ή ως πραγμάτωση της συνειδησιακής ελευθερίας του υποκειμένου.
Πρώτα, όμως, ας ρίξουμε μία διεξοδική ματιά στην υπόθεση του έργου. Ο βασικός ήρωας, Γκρέγκορ, εργάζεται ως εμποροϋπάλληλος-πλασιέ υφασμάτων, προκειμένου να εξοφλήσει τα οικογενειακά χρέη προς τον προϊστάμενό του. Συγκατοικεί με την οικογένεια –γονείς, αδερφή– σ’ ένα διαμέρισμα, ενώ είναι το μόνο πρόσωπο που εργάζεται στο μικροαστικό σπιτικό, που επίσης συντηρεί υπηρέτρια και μαγείρισσα. Την ημέρα εκκίνησης της αφήγησης ξυπνά μεταμορφωμένος σε γιγάντιο σκαθάρι, του οποίου τις σωματικές ικανότητες και ανάγκες αδυνατεί να ελέγξει. Η αποκρουστική μορφή του συνδυάζεται με μία ακατάληπτη, ζουζουνιστή ομιλία, παρότι τόσο το γλωσσικό όσο και το νοητικό σύστημα παραμένουν αναλλοίωτα. Δύσκολες μέρες επιφυλάσσονται στην οικογένεια Σάμσα. Η έκπληξη, η φρίκη και η αγανάκτηση, που προξενεί η νέα υϊκή κατάσταση, εναλλάσσονται με την εξάντληση και την αλλοτρίωση που επιφέρει σε όλους η κατ’ ανάγκην είσοδος στη διαδικασία παραγωγής μετά την εργασιακή αδρανοποίηση του Γκρέγκορ. Μπροστά στην τροπή σε φυγή του εργοδοτικού πληρεξούσιου και της υπηρέτριας, καθώς και στην αγριότητα του πατέρα, που τραυματίζει τον γιο-ζωύφιο πετώντας του μήλα, ξεχωρίζει η ευαισθησία της αδερφής Γκρέτα, που φροντίζει καθημερινά για τη σίτισή του, παρότι αδυνατεί να συμφιλιωθεί με τη νέα του όψη. Η συνεχιζόμενη οικονομική εξαθλίωση οδηγεί στην υπενοικίαση ενός δωματίου εντός του διαμερίσματος σε τρεις γραφειοκράτες, καθώς και στην προοδευτικά αυξανόμενη παραμέληση της φροντίδας του οικογενειακού σκαθαριού. Ώσπου μία μέρα, ο Γκρέγκορ εμφανίζεται αναπάντεχα στην τραπεζαρία, οι ενοικιαστές εξανίστανται και η οικογένεια, ιδίως η αδερφή, εξεγείρεται εναντίον του, ευχόμενη τη λυτρωτική απαλλαγή από την κατά τ’ άλλα εξασθενημένη πια ύπαρξή του. Τι ευτυχία όταν το επόμενο πρωί το μίασμα έχει πεθάνει! Η καινούργια υπηρέτρια θα φροντίσει να εξαφανίσει το σκαθαρένιο πτώμα και η οικογένεια θα χαρεί απρόσκοπτα στιγμές αγαλλίασης στην εξοχή, θα ονειρευτεί μία μελλοντική μετακόμιση και τον γάμο της κόρης με έναν αξιόλογο άντρα… «Κρίμα», θα σχολίαζε ο Γκρέγκορ, «εγώ μάζευα λεφτά για να σπουδάσει στο ωδείο!».
Ο Γκρέκορ, λοιπόν, ξυπνά μεταμορφωμένος σε σκαθάρι. Ο Κάφκα δεν παρουσιάζει τα αίτια της «ζωοποίησης», αντ’ αυτού θέτει το γεγονός ως τετελεσμένο και περιγράφει τη νέα πραγματικότητα, εστιάζοντας στη διαμόρφωση των σχέσεων εντός του οικογενειακού και του επαγγελματικού περιβάλλοντος. Μπορούμε να επισημάνουμε ότι η απουσία ενός ενεργού υποκειμένου που επιφέρει την αλλαγή στο σώμα του Γκρέγκορ συνεπάγεται μία διασπορά ενέργειας και υπαιτιότητας σε όλο το οικογενειακό-γραφειοκρατικό φάσμα. Δεν υπάρχει «θύτης» ούτε διαδικασία μεταμόρφωσης, πέραν μίας ονειρικής προδιάθεσης του «θύματος». Συνεπώς, αντί να ψάξουμε ποιος, γιατί και με ποιον τρόπο ασκεί αυτή τη διαδικασία, ας ανιχνεύσουμε πώς λειτουργεί το μοτίβο της μεταμόρφωσης, αν πρόκειται για μια πράξη ελεύθερης επιλογής ή κολασμού, καθώς και τι συνεπάγεται για τις κοινωνικές σχέσεις του ήρωα.
Η διεκδίκηση της ελευθερίας· καθ’ οδόν προς τον κολασμό
Αν ακολουθήσουμε τη σκέψη της Hannah Arendt, θα ορίσουμε την πράξη ως το σημείο επιτέλεσης της ανθρώπινης ελευθερίας, πράγμα που σημαίνει ότι η μεταμόρφωση προϋποθέτει μια ποιότητα ελευθερίας από τον Γκρέγκορ στη διευθέτηση του σώματός του. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε όρους των Ντελέζ-Γκουατταρί, η «ζωοποίηση» δεν είναι άλλο από τη χάραξη μιας γραμμής διαφυγής, μιας διεξόδου που βιώνεται εντατικά, ποτέ όμως μιας κίνησης προς την πλήρη ελευθερία. Έχουμε μία συνθήκη εκτοπισμού από ένα σύστημα καταπίεσης, μία δραστική αντίδραση με χειραφετητική προοπτική. Είναι ο Γκρέγκορ που, διαφεύγοντας από το δίκτυο της πολιτισμικής συναίνεσης, αποβάλλει την ανθρώπινη μορφή, διατηρώντας την υπόστασή του ως σκεπτόμενου, έλλογου και ευαισθητοποιημένου όντος.
Οπότε, προκύπτει το ερώτημα ποιο είναι αυτό το σύστημα
καθυπόταξης του υποκειμένου-Γκρέγκορ. Ψυχαναλυτικές-βιογραφικές προσεγγίσεις θα διατείνονταν ότι πρόκειται για την καταπίεση που βίωνε ο ίδιος ο Κάφκα στο οικογενειακό του περιβάλλον από τη μορφή του αυταρχικού πατέρα, που ευνούχιζε τις επιθυμίες του γιού. Θεολογικές αναγνώσεις δεν θα δίσταζαν να εντάξουν το κείμενο στη δυστυχία της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τον Θεό-πατέρα-λυτρωτή κατά τον τρόπο που αναγιγνώσκουν την προβληματική στη Δίκη και τον Πύργο, δημιουργώντας παραλληλισμούς με ταλμουδικά και χασιδικά κείμενα. Εμείς προτιμούμε να προσλάβουμε τη συνθήκη τουήρωα ως αποτέλεσμα της τετριμμένης, αλλοτριωτικής και καταπιεστικής καθημερινότητας, της διακυβέρνησης της ζωής, της εργασίας, του ελεύθερου χρόνου, των κινήσεων και των ονείρων του από μία συναρμογή καθιερωμένων αξιών, που τον καθιστούν υποταγμένο υπάλληλο σε μία καπιταλιστική μηχανή παραγωγής και καθυποταγμένο γιο και αδερφό σε μία παραδοσιακής δομής οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες οικογένειες μόνο για να του προσδώσει περισσότερα βάρη, τοποθετώντας τον στο ρόλο του μοναδικού εργαζόμενου μέλους. Ό,τι συμπληρώνει το προφίλ της καταπίεσης είναι η πλήρης απουσία προσωπικής ζωής και ονείρων, που υποκαθίστανται από την προσήλωση στο πορτρέτο της κυρίας με τη γούνινη περιβολή, καθώς και από τη δημιουργία σχεδίων για το μέλλον της αδερφής, στα πλαίσια μίας αμφιλεγόμενης σχέσης, που μπορεί να εκληφθεί και ως «σχιζο-αιμομικτική».
Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με μία ζωή καθόλα υποταγμένη, κανονικοποιημένη και προπάντων μοναχική. Τι είναι, όμως, αυτή η μοναξιά στο σώμα και την ψυχή του Γκρέγκορ, αν όχι η αναγκαία συνθήκη για την πειθάρχηση και τη συνεπαγόμενη επαύξηση της παραγωγικότητας του πειθήνιου εργαζομένου σε μία κοινωνία νεωτερική και συγχρόνως «πειθαρχική», σε μία κοινωνία, όπου «οι σχέσεις μεταξύ ατόμων γίνονται ένα τυφλό γρανάζι»; Η κοινωνική-οικογενειακή-εργοδοτική εξουσία που ασκείται στον Γκρέγκορ, είναι ολοκληρωτική στο βαθμό που προκαθορίζει τις κινήσεις, τις επιθυμίες, τις επιλογές του. Πρόκειται για μία εξουσία ή, καλύτερα, για σχέσεις εξουσίας πειθαρχικές, κολαστικές που εγγράφονται πάνω στο σώμα, μέσω του Λόγου, των περιορισμών, των τιμωρητικών μηχανισμών και των προσφερόμενων επιλογών, για να καθορίσουν κάθε πράξη και σκέψη του.
Προσεγγίζοντας, λοιπόν, τη μεταμόρφωση υπό το πρίσμα της επενέργειας του κοινωνικού, οικογενειακού και υπαλληλικού μηχανισμού επάνω στο σώμα, μπορούμε να κατανοήσουμε μία σειρά από σκέψεις και δράσεις του Γκρέγκορ. Γεμάτος ενοχές, ντροπή και θλίψη για την οικογενειακή κατάσταση, για την οποία καταλογίζει δική του υπαιτιότητα, αρνείται να παραπονεθεί για τον εγκλεισμό του, πέραν μιας αρχικής, φαινομενικής διαμαρτυρίας και διακριτικών προσπαθειών επανένταξης στον υπαλληλικό και, κυρίως, στον οικογενειακό ιστό. Σιωπηλή υπομονή ενός όντος τελματωμένου, έγκλειστου και επιτηρούμενου, που έχοντας ενσωματώσει την πειθάρχηση προς όφελος(;) του οικογενειακού και γραφειοκρατικού μηχανισμού, δεν αποτολμά να ξυπνήσει σε οποιονδήποτε άλλο χώρο εκτός του πατρικού σπιτιού, όπου από τους τοίχους μέχρι τις πόρτες, από τις διαπροσωπικές σχέσεις, μέχρι τα άψυχα αντικείμενα, όλα τον εγκλωβίζουν στον παλιό κόσμο. Παραμελεί τις βιωτικές του ανάγκες, ώσπου καταλήγει να πεθάνει εξασθενημένος, ψυχικά και σωματικά πληγωμένος. Μικρό το κακό, για κανέναν δεν ήταν πια ο Γκρέγκορ! Το μόνο στοιχείο που, πέραν της μεταμόρφωσης, συνεισφέρει στην προσπάθειά του για απελευθέρωση από τη δυσοίωνη συνθήκη, είναι η εξασθένιση της μνήμης του. Ωστόσο, η γραμμή διαφυγής θα ακυρωθεί, καθώς το σκαθάρι θα ανακτήσει μνήμη και ανθρώπινες ευαισθησίες και θα αποτολμήσει για τελευταία φορά την επανένταξή του στον οικογενειακό ιστό. Το άκουσμα της αδερφής να παίζει βιολί λειτουργεί ως αόρατος πειθαρχικός μηχανισμός για την ανάκτηση της μνήμης του ανθρώπινου παρελθόντος.
Κι έτσι, ο Γκρέγκορ, ως κατασκευασμένο υποκείμενο, εγκλωβίζεται στα δίχτυα των πολλαπλών, σπειροειδών σχέσεων εξουσίας, απ’ τις οποίες τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει. Τίποτα;
Και επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε…
Από τη στιγμή που το σώμα του Γκρέγκορ υφίσταται μία μεταμόρφωση, η οποία μάλιστα τον καθιστά αποκλίνοντα από τις κανονιστικές-διατετραγωνισμένες συνθήκες της έως τότε ζωής του, δεν νομιμοποιούμαστε να μην αναγνώσουμε τη «ζωοποίηση» ως πράξη ελευθερίας και (εκ του αποτελέσματος) αυτοδιάθεσης του υποκειμένου. Ο Γκρέγκορ διατρανώνει την αντίθεσή του προς ένα σύστημα παραγωγής, ιεραρχίας, οικογενειακής παράδοσης και κοινωνικής μονοτονίας, που διαμορφώνει σταθερά την ύπαρξή του, είτε η καταπίεση γίνεται αντιληπτή ως τέτοια είτε εκλαμβάνεται ως μία πληθώρα κοινωνικών επιταγών που διασφαλίζουν τη συστημική και οικογενειακή τάξη. Παύει βίαια τις εδραιωμένες σχέσεις εξάρτησης με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και της γραφειοκρατικής κοινωνίας, παύει δηλαδή να ετεροκαθορίζεται και να υπηρετεί το κοινωνικό και οικογενειακό σώμα. Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Από την κατάσταση του αποκλίνοντος μέλους επιζητά (παθητικά) την επικουρία του οικογενειακού και εργασιακού μηχανισμού, αν μη τι άλλο στα πλαίσια ανταπόδοσης των υπηρεσιών που ο ίδιος επί χρόνια προσέφερε αγόγγυστα.
Στην περίπτωση της εργασίας, ο μηχανισμός είναι εξ αρχής αμείλικτος. Κάθε παρέκκλιση, πριν ακόμη διαπιστωθεί, τιμωρείται με απομάκρυνση από τον υπαλληλικό ιστό: «Κύριε Σάμσα, φώναξε τώρα ο πληρεξούσιος […] βάζετε τους γονείς σας σε μεγάλους, περιττούς μπελάδες και παραμελείτε τα εμπορικά σας καθήκοντα […] ο προϊστάμενος υπαινίχθηκε την είσπραξη που σας εμπιστεύθηκαν […] η απόδοσή σας τον τελευταίο καιρό δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική». Σώμα αδρανές, που δεν επιτελεί τις «τρεις λειτουργίες της εργασίας (παραγωγική, συμβολική, πειθαρχική)», παραβιάζει τη φυσική τάξη, απέχοντας από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Καθώς, λοιπόν, η παραβίαση της φυσικής τάξης εκλαμβάνεται ως απειλή για το σύστημα παραγωγής, η έξοδος από αυτό σηματοδοτεί την ανάγκη κολασμού του αντιπαραγωγικού-άχρηστου μέλους, του Άλλου, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη και το σύστημα να παραμείνει αλώβητο από την εσωτερική απειλή. Οπότε και η πιο αποτελεσματική τιμωρία στην περίπτωση του τεράστιου σκαθαριού καθίσταται ο εγκλεισμός στο δωμάτιό του, μακριά από το περίεργο και ενίοτε καταδικαστικό βλέμμα του κοινωνικού σώματος.
Ο οικογενειακός κύκλος ακολουθεί διαφορετική οδό. Οφείλει να υιοθετήσει αισθήματα πανικού και ντροπής, ώστε η όποια αντίδρασή του να είναι δικαιολογήσιμη. Σ’ ένα πρώτο στάδιο έχουμε λιποθυμίες, κλάματα, φωνές και βίαια σπρωξίματα: «και σωριάστηκε χάμω μέσα στα φουστάνια της», «πιο πέρα η μητέρα, παρ ’όλον τον ψυχρό καιρό, είχε ανοίξει ένα παράθυρο και σκύβοντας έξω απ ’αυτό είχε χωμένο το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της», «ο πατέρας του ’δωσε τώρα από πίσω ένα πραγματικά λυτρωτικό, γερό χτύπημα, κι ο Γκρέγκορ πετάχτηκε όλος αίματα μακριά μέσα στο δωμάτιο». Ακολουθεί ηδιακριτική φροντίδα της αδερφής, σε συνδυασμό με τις επικλήσεις στα Θεία και τη γενικότερη άρνηση της υπάρχουσας κατάστασης (ιδίως από τον πατέρα), την προσπάθεια δημιουργίας της ψευδαίσθησης ότι κανένα ζωύφιο δεν υπάρχει και όλα λειτουργούν ομαλά. Εν τέλει, η κατάσταση εκρήγνυται και η καταπίεση της οικογένειας από τη συγκατοίκηση με μία αποκλίνουσα ύπαρξη εκδηλώνεται με πράξεις οργής και σχέδια για την εξαφάνιση του σκαθαριού: «ήταν ένα μήλο […] ο πατέρας ήταν αποφασισμένος να τον βομβαρδίσει […] χώθηκε κυριολεκτικά μέσα στη ράχη του Γκρέγκορ»,«Πρέπει να φύγει, φώναξε η αδερφή […] Μα πώς μπορεί λοιπόν να είναι ο Γκρέγκορ; […] μας καταδιώκει αυτό το ζώο».
Το πειθαρχημένο και συνάμα πειθαρχικό σώμα της οικογένειας αρνείται να κατανοήσει το αυτεξούσιο σώμα του Γκρέγκορ, να δεχτεί μία πραγματικότητα που ξεφεύγει από τον ορίζοντα του «φυσιολογικού», να εξηγήσει ή και να βοηθήσει. Όπως διατείνονται και οι Ντελέζ-Γκουατταρί, «ο πατέρας καλεί το παιδί να υποταχθεί, επειδή ο ίδιος υποτάχθηκε σε μία άρχουσα τάξη μέσα σε μια φαινομενικά αδιέξοδο κατάσταση». Σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να προσλάβουμε τη συνθήκη του ήρωα ως μία πράξη εξέγερσης απέναντι στην οικογένεια. Όχι με τον τρόπο που παραδοσιακά εκλαμβάνει η κριτική την οικογένεια Σάμσα, ως ίχνος δηλαδή της οικογένειας Κάφκα, μα στα πλαίσια της ανάγνωσής της ως ενός εν τη γενέσει του θεσμού εξουσίας, καταπίεσης και, συγχρόνως, παράγοντα δημιουργίας μίας μικροαστικής, αποπνικτικής ατμόσφαιρας, μίας ατμόσφαιρας που, σε αντίθεση με τη σαπίλα του δωματίου του Γκρέγκορ, καταπνίγει το άτομο και τη διαφορετικότητά του, είτε κανονικοποιώντας το εκ των προτέρων είτε απορρίπτοντάς το, στην περίπτωση που σημειώσει αποκλίνουσα συμπεριφορά.
Οι αόρατες μεταμορφώσεις
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε συμπληρωματικά να ανιχνεύσουμε τη διαμόρφωση παράλληλων και υπόγειων μεταμορφώσεων. Πρόκειται για αλλαγές, που επιτελούνται ως επακόλουθα της κατεξοχήν μεταμόρφωσης, στο πλαίσιο της πρόσληψής της ως απειλής από το οικογενειακό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Σε πρώτο πλάνο ο καθ’ ολοκληρίαν μετασχηματισμός της πατρικής φιγούρας. Ο γηραιός κ. Σάμσα αποτραβηγμένος αρχικά από τη δημόσια σφαίρα, έχει εναποθέσει τις οικογενειακές υποχρεώσεις στο γιο. Οικονομικές οφειλές του πατέρα και συναισθηματική ενίσχυση της οικογένειας περνούν από το χέρι του Γκρέγκορ. Ωστόσο, η μεταμόρφωσή του σε γιγαντιαίο σκαθάρι οδηγεί τον κ. Σάμσα στην ανάκτηση του παραδοσιακού, πατριαρχικού του ρόλου. Ήρθε η ώρα να επανενταχτεί ενεργητικά στο κοινωνικό σώμα, εργαζόμενος ως κλητήρας. Αλλά η μεταστροφή δεν περιορίζεται στον εργασιακό τομέα. Από τη βίαιη αντιμετώπιση του Γκρέγκορ με μήλα και σκουπόξυλα, μέχρι το επιθετικό διώξιμο των νοικάρηδων και την απόλυση της νέας υπηρέτριας, η πατριαρχική φιγούρα δίνει δυναμικό παρόν, διατρανώνοντας ότι καμία αντεξουσία δεν μπορεί να της αντιπαρατεθεί, ότι καμία ενέργεια δεν μπορεί να επιτελεστεί χωρίς το δικό της δυναμικό στίγμα. Και εγένετο η δεύτερη μεταμόρφωση!
- τρίτη μεταμόρφωση επισυνάπτεται με τη συγκρότηση ενός ακόμη πόλου άτυπης εξουσίας. Ο λόγος για τη Γκρέτα. Είναι η χαριτωμένη, προστατευόμενη αδερφή, απ’ την οποία περνά η μοίρα του σκαθαριού, έχοντας εξ αρχής αναλάβει τη φροντίδα του. Το νεαρό κορίτσι με την κλίση στο βιολί… και στα νάζια θα φροντίσει, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας, να αδειάσουν το δωμάτιο του Γκρέγκορ από τα έπιπλα, απογυμνώνοντάς το από το παρελθόν και οδηγώντας τον αδερφό της στη σταδιακή λήθη της ανθρώπινης κατάστασής του. Η ίδια, προϊόντος του χρόνου και της εργασιακής κούρασης, θα παραμελήσει τη φροντίδα του κολεόπτερου, ώσπου στο τέλος θα είναι αυτή που θα το απαρνηθεί ολοκληρωτικά, επιζητώντας την εξαφάνισή του. Ήρθε η ώρα για την ενηλικίωσή της, για τη χειραφέτηση από τη «σχιζο-αιμομικτική» προσήλωση στον αδερφό. Το ζωύφιο οφείλει να θυσιαστεί, προκειμένου να αντικατασταθεί από έναν άξιο σύζυγο, κατά πώς επιτάσσει το μικροαστικό φαντασιακό. Και εγένετο η νέα οικογένεια! Ως εκ τούτου, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αδερφή κινεί τις αλλαγές στα οικογενειακά πράγματα περισσότερο απ’ ό,τι ο πατέρας. Ανατρέπεται η ιεραρχία; Η απάντηση επιλέγουμε να είναι αρνητική, καθότι πρόκειται περισσότερο για συνθήκη οριζοντιοποίησης της εξουσίας, παρά για ιεραρχική αντιστροφή της. Η υπαιτιότητα διασπείρεται στον οικογενειακό ιστό, ακριβώς όπως είχε διαχυθεί στο υπαλληλικό σώμα.
Παράλληλα με τις οικογενειακές σχέσεις, αλλάζει και ο τύπος του εργατικού δυναμικού, που απασχολεί η νέα οικογενειακή δομή. Ό,τι επιζητείται πλέον δεν είναι μία υπηρέτρια που στην καλύτερη περίπτωση μένει κλειδωμένη στην κουζίνα και στη χειρότερη ξεσπά σε λυγμούς, ευχαριστώντας για την απόλυσή της. Οι νέες συνθήκες χρειάζονται μία εργαζόμενη σκληραγωγημένη, μία γριά χήρα, που είναι αρκετά θρασεία ώστε να αντικρίζει άφοβα τον Γκρέγκορ και να τον ενοχλεί με τις «φιλοφρονήσεις» της. Πρόκειται για το πρόσωπο που θα πετάξει, πριν ακόμη της ζητηθεί, το σκαθαρένιο πτώμα, όπως και η ίδια θα πεταχτεί στη συνέχεια εκτός του εργασιακού περιβάλλοντος. Είναι η στιγμή που η οικογένεια επιζητά την απελευθέρωσή της από καθετί που σχετιζόταν με τον Γκρέγκορ και το σαπρό παρελθόν που αυτός δημιούργησε. Αν προσεγγίσουμε την περίπτωση της υπηρέτριας ως ενός γραναζιού του καταπιεστικού συστήματος εξουσίας, που αποδέχεται την ενσωμάτωση της υποταγής, βλέπουμε γιατί ο κοινωνικός ρόλος, η νόρμα που εκπροσωπεί γίνεται το υποκείμενο της πιο ανενδοίαστης εφαρμογής της βίας προς το αποκλίνον σώμα του Γκρέγκορ.
Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται η σταθερή, μη μεταμορφώσιμη στάση της μητέρας. Λιποθυμά, πανικοβάλλεται, ελπίζει στην ανάκτηση της ανθρώπινης μορφής του δυστυχισμένου γιου της. Δεν θα συμμετάσχει στη συζήτηση για την ανάγκη απομάκρυνσής του από την οικογενειακή κατοικία, παρότι δεν θα δεχτεί και με ιδιαίτερη πίκρα το θάνατό του. Το ερμηνευτικό πλαίσιο, που προτάσσει το κείμενο, φαίνεται να ορίζει ότι για τη δική της μητρική νόρμα δεν θα αναλογούσε διαφορετική επιλογή…
- οικογένεια, λοιπόν, μεταμορφώνεται, αλλάζει δομές, αναδιαρθρώνονται οι εσωτερικές της συνάφειες. Αλυσιδωτές μετατροπές απορρέουν σχεδόν νομοτελειακά από την αρχική μεταμόρφωση, για να οδηγήσουν στην «απελευθέρωση» της οικογένειας από τις παράταιρες δυστυχίες και στην επίτευξη της ευημερίας, στα πλαίσια πάντοτε του κοινωνικά αποδεκτού μοντέλου διαβίωσης.
Επίλογος — Το πολιτικό όνειρο της Μεταμόρφωσης
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη σκιαγράφηση των μεταμορφώσεων στο ομώνυμο έργο του Φραντς Κάφκα, θα δανειστούμε τα λόγια του Michael Löwy: πρόκειται για μία «αρνητική ουτοπία», για τη «μη-λύτρωση του κόσμου». Η μεταμόρφωση αναιρείται ως πράξη ελευθερίας, οδηγώντας σε παράπλευρες μεταμορφώσεις, που ανασυντάσσουν τις σχέσεις εξουσίας προς όφελος της συστημικής τάξης. Το υποκείμενο, που ανθίσταται στο σύστημα εξουσίας, συντρίβεται κάτω από την πληθυντικότητα των άτυπων τιμωρητικών μηχανισμών, που ενυπάρχουν στις δομές εξάρτησης και καθυπόταξης. Ενδεχομένως ο Γκρέγκορ να μην ήταν ακόμη έτοιμος και οι εξουσιαστικές συνάφειες να είναι τόσο βαθιά ριζωμένες και εγεγγραμμένες στην αλήθεια, απ’ την οποία παράγεται η κάθε υποστασιοποίηση, με αποτέλεσμα η λύτρωση να καθίσταται ανέφικτη. Ίσως να προέχει η εξέγερση, η διαφυγή, ακόμη κι αν δεν έχει βρεθεί η οριστική λύση που θα την καταστήσει μια για πάντα χειραφετητική. Μήπως «οι διαδικασίες είναι τόσο αυτοματοποιημένες, που καμία μεμονωμένη πράξη δεν μπορεί ποτέ, άπαξ διά παντός, να απελευθερώσει και να διασώσει έναν άνθρωπο, ή ένα έθνος, ή το ανθρώπινο είδος […] ούτε και να ερμηνευτεί μ’ απόλυτους όρους»;
Συνεπώς, αυτό που προκύπτει ως στάση, ως πολιτικό όνειρο είναι η διάτρηση του ιστού, στον αντίποδα αφενός της υποταγής και αφετέρου της δημιουργίας ενός δόγματος, που θα διατράνωνε απ’ αρχής μέχρι τέλους τη συνταγή για τη χειραφέτηση του υποκειμένου. Δεν πρόκειται για ένα κάλεσμα προς παραίτηση, αλλά για μία κριτική και, συνάμα, απελευθερωτική αντιμετώπιση της ανθρώπινης κατάστασης. Δεν βλέπουμε ούτε κάποια έτοιμη συνταγή. Άλλωστε, για τον σκεπτικιστή Κάφκα δεν υπάρχουν τέτοιες. Κι αυτό ακριβώς καθιστά το έργο του ανοικτό, πάντα πρόσφορο για ποικίλες αναγνώσεις και ποτέ οριστικά παρόν ή εξηγήσιμο, σε πείσμα όσων κριτικών αγωνιούν να επιβάλουν το δικό τους ορίζοντα προσδοκιών σε ένα έργο εξ ολοκλήρου απροσδόκητο! Αυτά προς υπεράσπιση του Γκρέγκορ και του Κάφκα…
Λογοτεχνία, λοιπόν, της υποταγής, της ήττας και της ενοχής; Θα λέγαμε όχι! Λογοτεχνία των σχέσεων εξουσίας, όπου η μεταμόρφωση από σημείο πραγμάτωσης της ελευθερίας μετατρέπεται σε όψη κολασμού, με σκοπό την εκ νέου ανίχνευση οδών διαφυγής. Η διάζευξη έχει αποδομηθεί, το ίδιο και οι βεβαιότητές μας. Λογοτεχνία, που οπτικοποιεί τις δομές εξουσίας, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα εργαλεία και το φάσμα εγγραφής τους. Μία προσπάθεια να κατανοηθεί ο μηχανισμός, για να οδηγήσει στην υπερπήδησή του και, εν τέλει, στη χειραφέτηση του κολεόπτερου…
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πανοπτικόν, τχ. 18 (2013), σσ. 79-94.
Μπορείτε να διαβάσετε το PDF του κειμένου με όλες τις σημειώσεις και τη βιβλιογραφία στο ACADEMIA, όπου θα βρείτε και αρκετά άλλα άρθρα, κείμενα της Μαρίας Γεωργούλας.