Στην εισαγωγή της «Ιστορίας της τρέλας» ο Μισέλ Φουκώ παραθέτει τον Πασκάλ: «όλοι οι άνθρωποι είναι τόσο αναπόφευκτα τρελοί που, όποιος δεν είναι τρελός, είναι διπλά τρελός». Την ιστορία αυτής της «διπλής τρέλας» επιχειρεί να καταγράψει ο γάλλος διανοητής στη γνωστή του εργασία, η οποία θα αποκτήσει σημαίνουσα θέση εντός του πεδίου που ονομάστηκε αντιψυχιατρική. Ο Φουκώ χαρακτηρίζει την ψυχιατρική ως «μονόλογο της λογικής για την τρέλα», που επικράτησε από τη στιγμή που o κοινός λόγος έπαψε να διαλέγεται με τον ίδιο λόγο. Καλλιτεχνικό τεκμήριο αυτής της αναλογίας ανεστραμμένης θα μπορούσε να αποτελεί το θεατρικό έργο της Σάρα Κέην, 4.48 Ψύχωση: ένας μονόλογος της τρέλας για τη λογική.
Τη δεκαετία του 1990 το αγγλικό θέατρο ευτύχησε να δει την ανάδυση ορισμένων νέων καλλιτεχνικών φωνών που ανανέωσαν το δραματουργικό του ρεπερτόριο. Συγγραφείς όπως οι Μαρκ Ρέιβενχιλ, Άντονι Νίλσον και Σάρα Κέην μεταξύ άλλων, έδωσαν νέα πνοή στο αγγλικό και παγκόσμιο θέατρο με την προκλητική θεματολογία των έργων τους. Σοκάροντας πολύ συχνά κοινό και κριτικούς, η δραματουργία τους δεν ταξινομήθηκε τυχαία ως «in yer face theatre», δηλαδή «θέατρο στα μούτρα».
Από τους πρωτοπόρους της νέας γενιάς, η Σάρα Κέην ώθησε τις αναπαραστατικές δυνατότητες του θεάτρου στα άκρα, ανακαλώντας τα προτάγματα του Αρτώ και σαφώς επηρεασμένη από το θέατρο του παράλογου. Βασανισμοί, σεξουαλικές διαστροφές ακόμα και κανιβαλισμός περιλαμβάνονται σε έργα ενός ακραίου, συχνά αποτρόπαιου θεάτρου και υπηρετούν την αισθητική της πρόκλησης, χωρίς όμως αυτά καθαυτά τα στοιχεία να καθορίζουν τη δραματουργία της. Το 4.48 Ψύχωση είναι το κύκνειο άσμα της Σάρα Κέην. Η στερεότυπη ποιητική μεταφορά όμως μοιάζει ατυχής εδώ: το 4.48 Ψύχωση είναι μάλλον ο αγωνιώδης επιθανάτιος ρόγχος της. Η Κέην, ένα χρόνο μετά τη συγγραφή του θα αυτοκτονήσει στην ψυχιατρική κλινική όπου νοσηλευόταν με βαριά κατάθλιψη και ίσως μια ευσύνοπτη περιγραφή του έργου να δίνει αυτή ενός σημειώματος αυτοκτονίας.
Η ωμή, κυρίως σωματική, βία των πρότερων καλλιτεχνικών προσπαθειών της Κέην, έχει εσωτερικευθεί στο 4.48 Ψύχωση κι έχει αποβεί πηγή αυτοκαταστροφικότητας και άρνησης. Η ψυχική βία ως εσωτερική κατάσταση, αλλά και ως επιθετικότητα του εξωτερικού περιβάλλοντος, δονεί πλέον σχεδόν κάθε λέξη και ταυτόχρονα, ως κατοπτρισμός του ψυχισμού της συγγραφέως θα μπορούσε να προσφέρει μια εξήγηση για τις προηγούμενες προκλητικές δραματουργικές προτάσεις της. Δημιουργία με στοιχεία αυτοβιογραφίας, το 4.48 Ψύχωση συνιστά τη μαρτυρία και διαμαρτυρία μιας πνευματικά διαταραγμένης γυναίκας. Το κείμενο χωρίς σκηνοθετικές υποδείξεις και ορισμό δραματικών προσώπων είναι ο παραληρηματικός μονόλογος ενός ανθρώπου την ώρα που «η απελπισία επισκέπτεται», τις 4.48. Τα ελάχιστα σημεία στίξης υποδεικνύουν ωστόσο την πιθανή ύπαρξη ενός όχι ασήμαντου δευτεραγωνιστικού προσώπου, του ψυχίατρου που παρακολουθεί την ασθενή. Τα παρενθετικά διαλογικά μέρη συνηγορούν τη θεατρική δυναμική του έργου, χωρίς όμως να αποκλείουν την αυτονομία του ως λογοτέχνημα, ή καλύτερα, ως μια μεγάλη ποιητική σύνθεση. Ο λυρισμός άλλωστε, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ενσωμάτωσε στα όψιμα έργα της η Κέην, κυρίως στο Crave («Δίψα» ή «Λαχταρώ» στα ελληνικά) και στο εν λόγω. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Φρόυντ υποστήριζε πως οι ποιητές είχαν προαισθανθεί και περιγράψει, όσα η ψυχανάλυση έμελλε να προσεγγίσει αργότερα επιστημονικά…
«Κάθε πράξη είναι ένα σύμβολο/που το βάρος του με τσακίζει. / Μια διακεκομμένη γραμμή γύρω από το λαιμό/ΚΟΨΕ ΕΔΩ». Ο θάνατος διατρέχει το ψυχούργημα της Κέην. Ως επίκληση, ως λύτρωση, ως ανάκλαση και καταφυγή μιας ζωής αφόρητης. Από τις σχισμές που απομένουν ανοιχτές έρπονται οι αντίζηλες ενορμήσεις ζωής: ο έρωτας, ματαιωμένος, αλλά παρόν, καταγεγραμμένος μα απών. Η ψυχοτρόπα αγάπη και ο επίτροπος θάνατος σε μια σχιζοειδή σκιαμαχία. Προσπάθειες εκλογίκευσης, αποτυχία, αμφιθυμία, απόσυρση. Ψυχοθεραπευτικές απόπειρες, αποτυχία, επανάληψη, νέα αποτυχία. Αυτοτραυματισμοί, αυτοκτονικότητα, μάταιες εκκλήσεις βοήθειας, υποτροπή. Στις 4.48, «όταν η λογική επισκέπτεται», όλα έχουν κριθεί, όλα έχουν αποκριθεί πως «τίποτα δεν διαρκεί (εκτός από το Τίποτα)» και «το σχίσμα αρχίζει». Ο εαυτός κατατροπώνεται από τον εαυτό, απομένει ο «ίδιος λόγος» που πριν την ύστατη σιγή του θα αφορίσει τη «χρόνια παράνοια των λογικών».
Η Κέην ξορκίζει τη λογική ως ιστό στον οποίο έχει πιαστεί, θάλασσα που την πνίγει. Και από αυτό το σημείο η επίθεση θα συνεχιστεί προς κάθε κατεύθυνση: τον Θεό, την κοινωνία, την ψυχιατρική. Ειδικά για την τελευταία, ως φορέα του κοινού λόγου και της ψυχικής κανονικοποίησης, η κριτική είναι σφοδρή και ανακαλεί το κίνημα της αντιψυχιατρικής. Ας σταχυολογήσουμε παραδειγματικά, τη μακροσκελή λίστα της φαρμακευτικής αγωγής και των οδυνηρών επιδράσεων της, αλλά και την απαρίθμηση των εξίσου επίπονων επιταγών της σύγχρονης κοινωνίας. Η αποκαθήλωση της ψυχιατρικής και των μεθόδων της δομεί αποκλειστικά τα διαλογικά μέρη μεταξύ ψυχιάτρου και ασθενούς και είναι αυτή η διάσταση που καθιστά ορατό το (βιο)πολιτικό του υπόστρωμα: «η ζωή μου πιάστηκε σε έναν ιστό λογικής/υφασμένο από έναν γιατρό για να αυξάνεσθε και πληθύνεσθε/υ-ημείς οι λογικοί».
Στο «Πεθαίνω σαν χώρα» ο Δημήτρης Δημητριάδης χρησμοδοτεί: «Επικράτησε το δίκαιο των μελαγχολικών. Άρχισαν να νομοθετούν οι σιωπηλοί και οι μοναχικοί. Όλοι άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια την γνώμη εκείνων που πριν τους είχαν κατατάξει στην κατηγορία των ανωμάλως διακειμένων». Η «Ψύχωση» του Τάσου Σαγρή και του Ινστιτούτου Πειραματικών Τεχνών, που ανεβαίνει για τρίτη χρονιά στο θέατρο Παραμυθίας, αποτελεί την καταληκτική παράσταση μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 2011 με τις Δούλες του Ζαν Ζενέ για να ακολουθήσει το 2012 το Πεθαίνω σαν χώρα. Τα τρία έργα, πέρα από λοιπά κοινά στοιχεία, συναντώνται σε μια διαλεκτική των ψυχικών αλλά και κοινωνικών φαινομένων και διεργασιών. Από αυτή την άποψη η «Ψύχωση» μοιάζει μάλλον με μια μονολογική κορύφωση του διαλόγου, το ύστατο παραλήρημα, η απόλυτη καταβύθιση στο Εγώ και πέρα από αυτό.
Πως αναπαριστάς έναν μονόλογο άφευκτα κερματισμένο και ρυθμικά κατακλυσμιαίο; Ο Τάσος Σαγρής επιλέγει μια λιτή διαχείριση με την σκηνοθεσία του. Ο κειμενικός χώρος εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στο μυαλό της ηρωίδας και η Κέην πολύ νωρίς, αμέσως μετά τον εναρκτήριο διάλογο που παραλείπεται στην παράσταση, ορίζει αυτή τη «χωροθέτηση»: «μια συγχωνευμένη συνείδηση κατοικεί σε μια μισοσκότεινη αίθουσα συμποσίων κοντά στο ταβάνι ενός μυαλού το πάτωμα του οποίου συνέχεια κινείται όπως κινούνται δέκα χιλιάδες κατσαρίδες όταν μπαίνει μια δέσμη φωτός σαν να ενώνονται όλες οι σκέψεις σε μια στιγμή συμφωνίας…» Με μικρές αλλαγές, περικοπές ή προσθήκες, το έργο την Κέην αφήνεται να μιλήσει «στα μούτρα» του κοινού, που μένει ανυπεράσπιστο μπροστά σε κάθε λεκτικό του θραύσμα. Αποσπάσματα από άλλες δημιουργίες της Κέην, από ποιήματα του Τ. Σ. Έλιοτ πυκνώνουν νοηματικά το μονόλογο και νεύουν καταφατικά σε μια προσφιλή πρακτική της συγγραφέως, η οποία δεν δίστασε να εντάξει στο έργο της ακόμα και την θεατρική κριτική που είχε δεχτεί (πιο συγκεκριμένα το «μια εξπρεσιονιστική γλωσσού»). Η λιτότητα, σκηνογραφική επίσης, ένα δωμάτιο με λίγα αντικείμενα, συμπράττει την κυριαρχία του λόγου. Βασικό άξονα ωστόσο της παράστασης αποτελεί η απόδοση της Σίσσυ Δουτσίου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ερμηνεία της συνέχει τα επιμέρους δραματικά συστατικά σε μια ενσάρκωση της υπαρξιακής έντασης ανάμεσα στα άκρα τα οποία δομούν κι αποδομούν τη δραματουργία της Κέην. Ισορροπώντας στην αμφιθυμική συμπεριφορά του ψυχικά ασθενούς, πότε κατατονική με σχεδόν αδιόρατες τρομώδεις κινήσεις, πότε μανιακή κι εκστατική, ενδύεται το γυμνό λόγο της τρέλας για να τον προφέρει όπως είναι: απεγνωσμένο, οργισμένο, επιθυμητικό.
Η ομολογημένη πρόθεση της θεατρικής ομάδας να υπογραμμίσει την πολιτική σήμανση της «Ψύχωσης» επιτυγχάνεται με την εκχώρηση της σκηνής στον παραφρενικό λόγο της Σάρα Κέην. Η μινιμαλιστική σκηνογραφία παραπέμπει στο δωμάτιο μιας ψυχιατρικής κλινικής. Η πρωταγωνίστρια βρίσκεται μόνη στη σκηνή, κοινωνικά απόβλητη, ακόμα κι όταν προσέρχονται οι φιγούρες των ψυχιάτρων οι οποίες δίχως πρόσωπα, σαν ασώματες ιατρικές ρόμπες που αιωρούνται, και με φωνές προηχογραφημένες, μηχανικές κι απόμακρες, επιτείνουν την απομόνωσή της, κι επακόλουθα την κριτική της στις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους. Οι βιντεοπροβολές και η μουσική της παράστασης λειτουργούν σαν υπομνήσεις του αστικού τοπίου, του συλλογικού ή προσωπικού εφιάλτη, του παραστατικά και συνειδησιακά άλεκτου. Η εισαγωγική προβολή βιντεοκλιπίστικης αισθητικής υπό τους ήχους του Born to die της Lana Del Rey, δεικνύει ένα εξιδανικευμένο, ξένοιαστο παρελθόν πριν την ψυχική κατάρρευση. Μουσικά σπαράγματα των Godspeed You! Black Emperor, Cure και, των αγαπημένων της Κέην, Joy Division χρησιμοποιούνται επίσης ως συγγενή ιντερλούδια της ψυχικής μετεώρισης. Ο εξπρεσιονιστικών επιτονισμών φωτισμός φορτίζει ή αποφορτίζει τα σκηνικά δρώμενα και λεγόμενα, με αποκορύφωμα την ολοκληρωτική απουσία του στα τελευταία λεπτά της παράστασης, οπότε σκηνή και πλατεία ενοποιούνται και οι τελευταίοι «στίχοι» εκφέρονται απασφαλισμένοι στο σκοτάδι: «εγώ τον εαυτό μου δε συνάντησα πότε,/εμένα που το πρόσωπο μου/είναι κολλημένο στην πίσω όψη του μυαλού μου»…
Η υποκειμενικότητα που πλάθει η μετανεωτερική κοινωνία έχει περιγραφεί ως μοριακή, νομαδική, αλλά και σχιζοφρενική. Ο Ζιλ Ντελέζ προειδοποιούσε ήδη από τη δεκαετία του 1970 πως ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι σχιζοφρενικός. Ένα απόσπασμα από προηγούμενη δημιουργία της Κέην, το «Φαίδρας Έρως», ενσωματώνεται στην παράσταση και φορτίζει περαιτέρω την αμφισβήτηση της σύγχρονης πραγματικότητας: «Εάν πεθάνω αύριο να ξέρετε ότι δολοφονήθηκα από τις ειδήσεις των 8.30». Ο θεατής της «Ψύχωσης» ίσως να μην αποφύγει συνειρμούς σχετικά με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, που αποδεδειγμένα διόγκωσε τα υπαρξιακά αδιέξοδα και παρήγαγε μια ανθρωπιστική κρίση, μέρος της οποίας είναι η αύξηση των αυτοκτονιών και των διαγνώσεων ψυχικών διαταραχών.
Η υποδόρια πολιτική ένταση του τελευταίου έργου της Κέην γίνεται εμφανές δερματικό σημάδι στο σώμα του, όταν επικρίνονται ανοιχτά οι κτηνωδίες του δυτικού πολιτισμού: «Εγώ εξόντωσα τους Εβραίους, εγώ έσφαξα τους Κούρδους, εγώ βομβάρδισα τους Άραβες, εγώ γάμησα μικρά παιδιά, ενώ με παρακαλούσαν να τα λυπηθώ, δικοί μου οι ορυζώνες του θανάτου…». Ενστικτωδώς και σαν σύνθημα ανακαλώ τον τίτλο ενός δοκιμίου της φεμινίστριας Carol Hanisch: «Το προσωπικό είναι πολιτικό». Το προσωπικό δράμα δεν υφίσταται εκτός του παθολογικού συστήματος που το περιέχει. Ποιος νοσεί λοιπόν; Τίνος η ασθένεια και ποιανού τα συμπτώματα; Πότε ανέρρωσε η κοινωνία; Είναι οι σύγχρονοι τρόποι ζωής άμοιροι ευθυνών έναντι της υποκειμενικότητας που κατασκευάζουν; Μερικές δύστροπες ερωτήσεις που η παράσταση της «Ψύχωσης» δύναται να γεννήσει. Δύστοκες ωστόσο, αν αντιλαμβανόμαστε τον ψυχικά νοσούντα ως μεμονωμένο δυσλειτουργικό περιστατικό ή εξάρτημα, που η ψυχιατρική μηχανική είναι η μόνη αρμόδια να επιδιορθώσει.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ