του Λέανδρου Πολενάκη για την εφημερίδα ΑΥΓΗ
Κεντρικό θέμα της γραφής του Κάφκα και “σταυρός” του μαρτυρίου του είναι η άπιαστη και ασύλληπτη σήμερα, στο πλαίσιο του νεοτερικού πολιτισμού μας, ιδέα του καθολικού Δικαίου, που οφείλει να διατρέχει τον κόσμο χωρίς να τον δικάζει – διχάζει, όπως ο επιμεριστικός Νόμος που εγκαθίδρυσαν οι Ρωμαίοι. Ο Κάφκα, νομικός ο ίδιος, πάσχιζε σε όλη του τη ζωή να σπάσει το κέλυφος αυτού του Νόμου που εξέπεσε σε εργαλείο καταπίεσης των αδύναμων από τους δυνατούς. Αυτό είναι κάτι που σκόπιμα αποκρύπτουν οι αφηρημένες, αποστειρωμένες κοινωνικά και πολιτικά ερμηνείες των έργων του.
Πόσο σύγχρονος είναι ο Κάφκα και πόσο προφητικός, και πόσο λίγο μεταφυσικός, διαπιστώνουμε σε κάθε κείμενό του. Στην “Αποικία των τιμωρημένων” π.χ. περιγράφει τη μαρτυρική εκτέλεση ενός καταδίκου χωρίς δίκη. Σε αυτό το διήγημα ο “δικαστής”, βασανιστής και δήμιος την ίδια στιγμή, υποκαθιστά πρόθυμα το θύμα και παίρνει στο τέλος τη θέση του, με τον απαραίτητο όρο η εκτέλεση να πληροί τις προϋποθέσεις ενός δημόσιου θέματος προς σωφρονισμό των απίστων. Η επιθυμία του φόνου του πατέρα, θα μπορούσαμε να πούμε εδώ, σε μια πρώτη φροϋδική ανάγνωση, απωθείται ως αίσθημα ενοχής στο θέατρο του ασυνειδήτου, και αναζητά την τιμωρία. ‘Η σε μία δεύτερη ανάγνωση θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε τη διάσημη θέση του Νίτσε για τον Ιουδαϊσμό.
Σύμφωνα με αυτήν, ο μονογενής και περιούσιος λαός της Βίβλου επέλεξε για λόγους επιβίωσης μέσα στον εχθρικό κόσμο τον προνομιούχο ρόλο του επιλεγμένου θύματος ενός τρομερού ζώντος νομοθέτη – πατέρα – Θεού, που δοκιμάζει με τον τρόπο αυτός την πίστη του και τον σώζει την υστάτη στιγμή. Γνωστότερο παράδειγμα η θυσία του Αβραάμ, με αίσιο τέλος, και λιγότερο γνωστό η θυσία της κόρης του Ιεφθάε με όχι αίσιο τέλος. (Ήταν κορίτσι, βλέπεις!)
Ο Κάφκα, ένας Ιουδαίος της διασποράς, μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο κουλτούρες και δύο θρησκείες, με το σύνδρομο του αποκλεισμού από αμφότερες. Αυτό το ξέρουμε σήμερα, από το βιβλίο που εξέδωσε μόλις το 1968 ο νεαρός του φίλος και “μαθητής”, δεκαεπτάχρονος τότε, Γιάνους Γκούσταβ, “Κουβεντιάζοντας με τον Κάφκα.” Όπου καταγράφει πιστά όλες τις συνομιλίες τους και μας μεταφέρει από “πρώτο χέρι” τις ιδέες και τις σκέψεις του.
Ο ραγισμένος ανθρωπισμός του Κάφκα δεν είναι όπως ο αρραγής φαρισαϊκός των Δυτικών, που φείδεται το αίμα το δικό του και χύνει πάντα το αίμα των άλλων. Έχει μια ρίζα που διαρκώς αιμορραγεί. Πυρήνας μόνιμος των γραφών του Κάφκα είναι το πάσχον σώμα του εσταυρωμένου ανθρώπου.
Στη “Μεταμόρφωση”, ένας υπάλληλος, μετά από δέκα χρόνια συνεχούς επανάληψης του ίδιου σταθερού καθημερινού προγράμματος, ξαφνικά ένα πρωί αδυνατεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο αηδιαστικό σκαθάρι, που, όμως, έχει συνείδηση της κατάστασής του, ένα “τέρας” για τους άλλους, που προκαλεί τον τρόμο και την απέχθεια, ακόμη και στην ίδια την οικογένειά του.
Η παράσταση της “Μεταμόρφωσης”, με το “Ινστιτούτο Πειραματικών Τεχνών” στο “Από Μηχανής Θέατρο”, σε σκηνοθεσία του Τάσου Σαγρή, βλέπει πίσω από την καφκική παραβολή την αλήθεια και αφαιρεί το αλληγορικό κουκούλι της μεταμόρφωσης του ήρωα σε έντομο, για να αναδείξει ρεαλιστικά το διαρκώς βασανισμένο, και εσταυρωμένο από τις εξουσίες και τον Νόμο στην υπηρεσία των ισχυρών, πάσχον γυμνό σώμα του ανθρώπου, ανεξαρτήτως έθνους, φυλής, χρώματος ή φύλου. Που ωστόσο, και στην έσχατη ταπείνωσή του, εξακολουθεί να παραμένει άνθρωπος. Μια σκηνοθετική επιλογή που επικροτώ.
Η Σίσσυ Δουτσίου, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ ολικής σωματικής προσέγγισης του πάσχοντος και εσταυρωμένου ανθρώπου, φτάνοντας στα όρια της υποκριτικής αυτοθυσίας, μη διστάζοντας ακόμη και να “τσαλακώσει” βάναυσα τον εαυτό της. Γύρω της κινείται άρτια ένας “χορός” οικογενειακών και άλλων “τεράτων”, με τους: Στέβη Φόρτωμα, Μάνο Τσίζεκ, Λουκία Ανάγνου, Θωμάς Χαβιανίδης.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια αρμόζοντα, το ίδιο η μουσική (Whodoes) και οι υποβλητικοί φωτισμοί (Γιώργος Παπανδρικόπουλος).