
Της Φωτεινής Παπαδάκη
Ένα σιδερένιο κρεβάτι και ένα γυμνό κορμί συστήνονται στο κοινό και αιχμαλωτίζουν τόσο το βλέμμα όσο και τα συναισθήματά του.
Στη σκηνή του θεάτρου Παραμυθίας συνυπάρχουν η σκοτεινή ποιητική ματιά του Τάσου Σαγρή για τη ζωή στις σύγχρονες μητροπόλεις, η κραυγή αγωνίας της Sarah Kane και οι ήχοι της ατέρμονης ψυχικής πίεσης του Biomass, των Joy Division, των Cure και της μελαγχολικής Lana Del Rey. Έχοντας σύμμαχο τα φρενήρη video art της Άλκιστης Καφετζή και του Εργαστηρίου Οπτικών Τεχνών του Κενού Δικτύου, μια νεαρή κοπέλα αναβιώνει μια ολόκληρη ζωή που πέρασε μπροστά από τα μάτια της, αφήνοντας πικρά σημάδια στην ψυχή της.
Το ίδιο το έργο, κουβαλάει μια βαθιά τραγικότητα, καθώς αποτελεί το κύκνειο άσμα της Σάρα Κέιν. Είναι γεγονός πως τον Φεβρουάριο του 1999 και λίγους μήνες μετά τη συγγραφή του έργου, η ίδια αυτοκτόνησε. Ήταν 28 χρόνων όταν βρέθηκε κρεμασμένη στην ψυχιατρική κλινική όπου νοσηλευόταν μετά την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας της. «Δεν έχω επιθυμία θανάτου, κανείς αυτόχειρας ποτέ δεν είχε» δήλωνε χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως «το κακόβουλο πνεύμα της ηθικής των πολλών δεν αφήνει και πολλά περιθώρια».
Το «Ψύχωση 4:48» είναι ένα ψυχολογικό παραλήρημα ενός προσώπου πριν την αυτοκτονία ή ένας εσωτερικός ποιητικός λόγος, συχνά τεμαχισμένος σε περισσότερες από μία εσωτερικές φωνές. Από τον τίτλο του καταλαβαίνουμε πως η συγγραφέας θέλει να τοποθετήσει αυτό το παραλήρημα στις 4:48 το πρωί, την ώρα που καταγράφονται οι περισσότερες αυτοκτονίες.
Η Σάρα Κέιν αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως καταθλιπτική και σοκαριστική. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Παραμυθίας επιβεβαιώνει την παραπάνω εκδοχή και δείχνει να απορρίπτει την «ελπίδα» που η ίδια η Σάρα Κέιν διατεινόταν πως κουβαλάνε τα έργα της. Έτσι, ξεστρατίζει θα λέγαμε από την αισιόδοξη πλευρά που προσπαθούσε να δημιουργήσει η Σάρα Κέιν στο έργο της και αυτοπεριορίζεται στο μελαγχολικό-ψυχικά διαταραγμένο κομμάτι του.
Άξιο αναφοράς είναι το black out στο τέλος της παράστασης, το οποίο όμως λόγω της μεγάλης του διάρκειας περισσότερο κουράζει, παρά τονώνει το ενδιαφέρον του θεατή.

Διπλά συγχαρητήρια αξίζει η ταλαντούχα ηθοποιός Σίσσυ Δουτσίου, η οποία εμφανίζεται στην παγωμένη αίθουσα του θεάτρου ολόγυμνη και ερμηνεύει με πάθος, ένταση και βαθιά εσωτερικότητα έναν ομολογουμένως πολυεπίπεδο και απαιτητικό μονόλογο, που διαρκεί 80 λεπτά.
Η τραγικότητα του λόγου δένει απόλυτα με τις σφιγμένες κινήσεις της, τα δάκρυα που αφήνει να κυλήσουν αβίαστα στο γυμνό κορμί της, τη δυσκολία στο βάδισμα και την προβληματική άρθρωσή της.
Η ηθοποιός κατορθώνει να μετατρέψει το ψεύδισμα ,που εκ φύσεως φαίνεται να έχει, σε ατού, αφού αυτό δεν εμποδίζει τη νοηματική ροή της παράστασης, αλλά απεναντίας επιτείνει τον εσωτερικό σπαραγμό που ταιριάζει στην ηρωίδα, όπως έχει διαμορφωθεί από τη σκηνοθετική ματιά του Τάσου Σαγρή.
Η παράσταση από την αρχή μας μεταφέρει σε ένα ψυχιατρείο στο οποίο είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά βρίσκεται η ηρωίδα.
Το λιτό και ψυχρό σκηνικό βρίσκει αντίκρισμα στο παγωμένο τοπίο που επικρατεί στο μυαλό της ηρωίδας. Οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί του Γιώργου Παπανδρικόπουλου και η ιστοριογραφική ατμόσφαιρα του (Σκωτσέζου συνεργάτη του σκηνοθέτη της ταινίας Trainspotting Dany Boyle) σκηνογράφου Κenny Mac Lellan δίνουν «φτερά» στο ψυχολογικό θρίλερ που εκτυλίσσεται επί σκηνής.
Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η εν λόγω παράσταση αποτελεί «γροθιά στο στομάχι», αφού κατορθώνει να συγκλονίσει τον θεατή και να τον προβληματίσει, θέτοντάς του πολλά υπαρξιακά-ανθρωπιστικά ερωτήματα. Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει τον στόχο του, να σοκάρει το κοινό, που φεύγει έχοντας βιώσει στο πετσί του τον πόνο ενός ανθρώπου, που ακροβατεί μεταξύ ψύχωσης και λογικής, φθοράς και αφθαρσίας, θανάτου και ζωής…
ΠΗΓΗ: https://www.paraskhnio.gr/sokaristiki-psyxosi-sto-theatro-para/