Ο Ευγένιος Ιονέσκο (γαλλ. Eugène Ionesco, 26 Νοεμβρίου 1909-28 Μαρτίου 1994) ήταν Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας, από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του Θεάτρου του παραλόγου. Αν κι έγραψε στη γαλλική γλώσσα, θεωρείται από τους πιο αξιόλογους ανθρώπους της διανόησης της Ρουμανίας. Στα έργα του, ο Ιονέσκο διακωμωδεί τις πιο κοινότοπες καταστάσεις, ενώ απεικονίζει τη μοναξιά του ανθρώπου και την ασημαντότητα της ύπαρξής του.
Ο Ιονέσκο γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1909 στη Σλάτινα της Ρουμανίας από Ρουμάνο πατέρα και Ρουμάνα-Γαλλίδα μητέρα. Πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, αλλά επέστρεψε στη Ρουμανία με τον πατέρα του το 1925, μετά το διαζύγιο των γονιών του. Μετά τις σπουδές του στο κολλέγιο, σπούδασε Γαλλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου από το 1928 ως το 1933 και έγινε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας.
To 1936 ο Ιονέσκο παντρεύτηκε τη Ροντίκα Μπουριλεάνου. Απέκτησαν μια κόρη κι επέστρεψαν στη Γαλλία το 1938, ώστε ο Ιονέσκο να τελειώσει τη διδακτορική του διατριβή. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 τον βρήκε στη Γαλλία. Παρέμεινε στη Μασσαλία κατά τη διάρκεια του πολέμου και τελικά εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι μετά την απελευθέρωσή του, το 1944.
Ο Ευγένιος Ιονέσκο καθόριζε ως εξής την ταυτότητα του θεάτρου: «Τα πάντα είναι κωμικά, τίποτα δεν είναι τραγικό, όλα είναι πραγματικά και μη, δυνατά και αδύνατα, σοβαρά και γελοία». Λογική είναι η τρέλα των δυνατών, έλεγε ο ίδιος. Σήμερα συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον θάνατό του.
Γεννήθηκε στη Σλάτινα της Ρουμανίας από Ρουμάνο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα, στις 26 Νοεμβρίου του 1909, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Γαλλία. Μάλιστα, για την καταγωγή του είχε ξεσπάσει διαμάχη μερικά χρόνια πριν, ανάμεσα στην κόρη του και τον θεατρικό κόσμο της Ρουμανίας.
Η Ένωση Ρουμάνων συγγραφέων κατήγγειλε τότε την «απαράδεκτη στάση» της κόρης του Ιονέσκο, Μαρί-Φρανς, τονίζοντας ότι προκειμένου να δώσει την έγκρισή για να ανεβεί στη Ρουμανία το έργο «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια», έθετε ως όρο να μην ειπωθεί ότι ο πατέρας της ήταν Ρουμάνος.
«Οι Ρουμάνοι ξέρετε, με το σύμπλεγμα των μικρών λαών, θέλουν να τον σφετεριστούν. Αλλά, όχι. Δεν έχω καμία αντίρρηση να παίζονται τα έργα του στη Ρουμανία, αλλά όπως και στις άλλες χώρες, όπως σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο», δήλωνε από την πλευρά της η Μαρί-Φρανς Ιονέσκο.
Στην πραγματικότητα, ο Ιονέσκο πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, αλλά επέστρεψε στη Ρουμανία με τον πατέρα του το 1925, μετά το διαζύγιο των γονιών του. Μετά τις σπουδές του στο κολέγιο, σπούδασε Γαλλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου από το 1928 ως το 1933 και έγινε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας.
Το 1938 επέστρεψε όμως πάλι στη Γαλλία με τη σύζυγό του Ροντίκα Μπουριλεάνου και την κόρη τους, προκειμένου να τελειώσει τη διδακτορική του διατριβή. Κατά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 βρισκόταν στη Γαλλία. Παρέμεινε στη Μασσαλία κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ μετά το 1944 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. «Ονομάζομαι Ιονέσκο σαν τον πατέρα μου. Ιονέσκο σημαίνει ο γιος του Γιάννη.
Ο πατέρας μου ήταν Ρουμάνος», είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1960, ενώ είχε προσθέσει ότι: «Είμαι γάλλος πολίτης. Έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στη Γαλλία. Η παιδική μου ηλικία είναι γαλλική».
Η λογοτεχνική του σταδιοδρομία ξεκίνησε στο Βουκουρέστι, με τη δημοσίευση στίχων το 1931 και ενός φυλλαδίου με τον τίτλο «Όχι» (Νu 1934), το οποίο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της απόλυτα αυστηρής λογικής με την οποία ο συγγραφέας του υποστήριζε διαδοχικά θέσεις διαμετρικά αντίθετες. Για αυτό το έργο βραβεύτηκε και με το βραβείο Βασιλικών Εκδόσεων.
Στον χώρο του θεάτρου εμφανίστηκε το 1950 με τη «Φαλακρή Τραγουδίστρια». Για το έργο του αυτό έλεγε: «O αυτοματισμός της γλώσσας, η συμπεριφορά των ανθρώπων, το να μιλάμε για να μη λέμε τίποτα, να μιλάμε γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε προσωπικό, μου αποκάλυπτε την έλλειψη εσωτερικής ζωής, το μηχανισμό του καθημερινού, τον άνθρωπο που πλέει μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον, το ότι δεν ξεχωρίζουμε πια τίποτα».
Τα πρώτα και πιο καινοτόμα έργα του Ιονέσκο ήταν θεατρικά μονόπρακτα: «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια» (1950), «Το Μάθημα» (1951), «Οι Καρέκλες» (1952). Το 1959, παρουσιάζεται το έργο του «Δολοφόνος χωρίς αμοιβή», όπου πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά ο κεντρικός του ήρωας, Μπερανζέ, ο οποίος εμφανίζεται σε μια σειρά έργων του (Ρινόκερος, Ο βασιλιάς πεθαίνει, Ο πεζός στον αέρα). Ο Μπερανζέ αποτελεί μια σχεδόν αυτοβιογραφική φιγούρα, η οποία εκφράζει την απορία και την αγωνία του Ιονέσκο για την παράδοξη πραγματικότητα.
Όπως περιγράφει η βιογράφος του Deborah B. Gaensbauer, κατά την παιδική του ηλικία είχε μία εμπειρία η οποία, όπως υποστήριζε, επηρέασε καθοριστικά την αντίληψή του για τον κόσμο: «Περπατώντας στην καλοκαιρινή λιακάδα σε ένα επαρχιακό χωριό κάτω από ένα έντονο μπλε ουρανό, ο Ιονέσκο άλλαξε ριζικά από το φως». Σύμφωνα με τη βιογραφία, τον διαπέρασε ξαφνικά ένα αίσθημα έντονης φωτεινότητας, ένα αίσθημα ότι αιωρείται και ταυτόχρονα ένα αίσθημα έντονης ευεξίας. «Όταν ‘επέστρεψε’ στο έδαφος και το ‘φως’ εξαφανίστηκε, είδε ότι συγκριτικά ο πραγματικός κόσμος ήταν σάπιος, γεμάτος διαφθορά και ανούσια επαναλαμβανόμενη δράση». Αυτό συνέπεσε με την προσωπική συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος έρχεται για όλους στο τέλος.
Μεγάλο μέρος του μετέπειτα έργου του, αντικατοπτρίζει αυτή την εμπειρία και δείχνει μια αποστροφή για τον απτό κόσμο, δυσπιστία στην επικοινωνία, ενώ εκφράζει και την αίσθηση ότι ένας καλύτερος κόσμος βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Τα παραπάνω είναι εμφανή σε αναφορές και θέματα σημαντικών έργων του: ήρωες των έργων μαραζώνουν για μια ανέφικτη ‘πόλη του φωτός’ (Οι Καρέκλες) ή αντιλαμβάνονται έναν άλλο κόσμο (Ο πεζός στον αέρα,1961), πρωταγωνιστές μπορούν και πετούν (Ο πεζός στον αέρα, Amédée), ενώ η κοινοτοπία του κόσμου τους οδηγεί στην κατάθλιψη (όπως ο ήρωας Μπερανζέ), εκστατικές αποκαλύψεις ομορφιάς πραγματοποιούνται σε ένα απαισιόδοξο πλαίσιο (Amédée, οι Καρέκλες, Μπερανζέ) ή ήρωες συνειδητοποιούν το του θανάτου (Ο βασιλιάς πεθαίνει)».
«Οι άνθρωποι στριφογυρίζουν μέσα στο κλουβί τους που είναι η γη, γιατί ξέχασαν πως μπορούν να στρέψουν το βλέμμα τους προς τον ουρανό», είχε πει ο ίδιος.
Ο Ιονέσκο έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1970, ενώ κέρδισε πολυάριθμα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Έφυγε από τη ζωή στις 28 Μαρτίου 1994.
Ο τάφος του Ευγένιου Ιονέσκο στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στο Παρίσι
Ο Ιονέσκο έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1970 [1], ενώ κέρδισε πολυάριθμα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1994.
Όπως κι ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Ιονέσκο εμφανίστηκε σχετικά αργά στο θέατρο, καθώς το πρώτο του έργο, “Η Φαλακρή Τραγουδίστρια”, γράφτηκε το 1948 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1950 με τον αγγλικό τίτλο “The Bald Soprano”.
Πρώιμα μονόπρακτα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα πρώτα και πιο καινοτόμα έργα του Ιονέσκο ήταν θεατρικά μονόπρακτα: Η Φαλακρή Τραγουδίστρια (1950), Το Μάθημα (1951), Οι Καρέκλες (1952). Τα έργα αυτά εκφράζουν το αίσθημα της αποξένωσης και την αδυναμία και ματαιότητα επικοινωνίας με σουρεαλιστικό και κωμικό τρόπο, παρωδώντας τον κομφορμισμό της αστικής τάξης και τις κοινές θεατρικές φόρμες. Ο Ιονέσκο απεικονίζει έναν αποκτηνωμένο κόσμο με μηχανικούς χαρακτήρες σαν μαριονέτες.
Κύρια περίοδος θεατρικών έργων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1959, παρουσιάζεται το έργο του Δολοφόνος χωρίς αμοιβή, όπου πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά ο κεντρικός του ήρωας, Μπερανζέ, ο οποίος εμφανίζεται σε μια σειρά έργων του Ιονέσκο (Ρινόκερος, Ο βασιλιάς πεθαίνει, Ο πεζός στον αέρα).
Ο Μπερανζέ αποτελεί μια σχεδόν αυτοβιογραφική φιγούρα, η οποία εκφράζει την απορία και την αγωνία του Ιονέσκο για την παράδοξη πραγματικότητα. Είναι κωμικός κι αφελής, κερδίζοντας έτσι τη συμπάθεια του κοινού. Στο Δολοφόνο χωρίς αμοιβή, συναντά το Θάνατο με τη φιγούρα ενός εκτελεστή. Στο Ρινόκερο, παρατηρεί τους φίλους του να προσβάλλονται από τον ιό της “ρινοκερίτιδας” και να μεταμορφώνονται σε ρινόκεροι, παραμένοντας στο τέλος μόνος ενάντια σε αυτό το κύμα κομφορμισμού. Σε αυτό το έργο, ο Ιονέσκο εκφράζει την απέχθειά του για τον ιδεολογικό κομφορμισμό, εμπνεόμενος από την άνοδο του φασισμού τη δεκαετία του ’30. Στο έργο Ο βασιλιάς πεθαίνει, παρουσιάζεται ως ο Βασιλιάς Μπερανζέ Α’, μια καθημερινή φιγούρα που παλεύει να συμβιβαστεί με το θάνατό του.
Θεωρητικά έργα
Όπως ο Μπέρναρντ Σω κι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Ιονέσκο συνέβαλε στο θέατρο με διάφορες θεωρητικές μελέτες, κυρίως απόπειρες να διορθώσει τους κριτικούς που είχαν παρεξηγήσει το έργο του κι έτσι επηρέαζαν εσφαλμένα το κοινό.
Ποίηση
Elegii pentru fiinte mici (στα ρουμανικά, 1931)
Θεατρικά έργα
La cantatrice chauve (Η Φαλακρή Τραγουδίστρια, 1948)
Les Salutations (1950)
La Leçon (Το Μάθημα, 1951)
Les Chaises (Οι Καρέκλες, 1952)
Le Maître (1953)
Victimes du devoir (Θύματα του καθήκοντος, 1953)
La Jeune Fille à marier (1953)
Amédée ou Comment s’en débarrasser (Αμεδαίος ή Πώς να τον ξεφορτωθούμε, 1954)
Jacques ou la soumission (1955)
Le Nouveau Locataire (Ο Καινούριος Νοικάρης, 1955)
Le Tableau (1955)
L’Impromptu de l’Alma (1956)
L’avenir est dans les œufs (1957)
Tueur sans gages (Δολοφόνος χωρίς αμοιβή, (1958)
Scène à quatre (1959)
Apprendre à marcher (1960)
Rhinoceros (Ρινόκερος, 1959)
Délire à deux (1962)
Le Roi se meurt (Ο βασιλιάς πεθαίνει, 1962)
Le Piéton de l’air (Ο πεζός στον αέρα, 1963)
La Soif et la faim (Η δίψα και η πείνα, 1964)
La Lacune (1966)
Jeux de massacre (1970)
Macbett (1972)
L’Homme aux valises (1975)
Voyage chez les morts (1980)
Δοκίμια και θεωρητικές μελέτες
Nu (1934)
Hugoliade (1935)
La Tragédie du langage (1958)
Expérience du théâtre (1958)
Discours sur l’avant-garde (1959)
Notes et contre-notes (1962)
Fragments of a Journal (1966)
Découvertes (1969)
Antidotes (1977)
Νουβέλες και ιστορίες
La Vase (1956)
Le Piéton de l’air (1961)
La Photo du colonel (1962)
Le Solitaire (1973)
Διασκευές σε όπερα και λιμπρέττα
Le Maître (1962)
Maximilien Kolbe (1988)
ΠΗΓΗ: WIKEPEDIA, TVXS